Quantcast

http://picasion.com/

Αυστηρή θεατρική κριτική της παράστασης «Οι Φόνισσες της Παπαδιαμάντη» από το «Μήλον της Βέροιας»

ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΜΗΛΟΝ
Μια ιδιαίτερη παράσταση είδαμε χθες το βράδυ στο Θέατρο Άλσος «Οι Φόνισσες της Παπαδιαμάντη» σε σκηνοθεσία των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σ’ ένα ανακριτικό γραφείο στη γυναικεία πτέρυγα μιας ψυχιατρικής κλινικής. Έξι γυναίκες κατηγορούνται για έξι φόνους και προσπαθούν με διάφορα ψέματα να πείσουν την ανακρίτρια να μην τους επιβάλει την εσχάτη των ποινών.
Συγχρόνως πασχίζουν μέσω της υπαλλήλου της ανακρίτριας, Γκουλιώς Παπαδιαμάντη, εγγονής του γνωστού συγγραφέα, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ν’ αποδράσουν. Η Γκουλιώ υποστηρίζει εμμέσως τις κατηγορούμενες, επηρεάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εισαγγελέα. Ακολούθως μια σειρά από ευτράπελα και αποκαλύψεις χρωματίζουν την ατμόσφαιρα με χιούμορ και ένταση. Η πρώτη σκέψη, που έρχεται στο μυαλό του θεατή, είναι η πιθανή σχέση του έργου με τα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κι όμως μπορεί η παράσταση ν’ αφορμάται από το έργο του συγγραφέα υιοθετώντας κάποια στοιχεία από συγκεκριμένα διηγήματά του, όπως: η Φόνισσα, η Μαυρομαντηλού, Το μοιρολόϊ της Φώκιας, ωστόσο ουδεμία είναι η σύζευξη μεταξύ τους. Το έργο απλά δανείζεται τον τίτλο από την ομώνυμη ηρωίδα πολλαπλασιάζοντας τους πρωταγωνιστές. Η σκηνοθετική προσέγγιση της παράστασης, υπήρξε ικανοποιητική. Σε αρκετά όμως σημεία υπήρχε μια αμφισημία, ως προς το μήνυμα, που ήθελε να μεταδώσει προς τον θεατή. Το έργο, όντας κωμικό, είναι γεμάτο από έξυπνες χιουμοριστικές ατάκες, δωσμένες συχνά μ’ ένα τόνο έντονα σατιρικό, ασκώντας, έτσι αιχμηρή κριτική στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Τα επαναλαμβανόμενα, βέβαια, μοτίβα των Ρήγα και Αποστόλου είναι εμφανή, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό. Ενισχυτικό ήταν και το οπτικοακουστικό υλικό, που χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να προστεθούν κομμάτια της πλοκής. Αυτό αποτελεί μια ωραία σκηνοθετική πρωτοβουλία, καθώς δείχνει και την ενσωμάτωση νέων μεθόδων απόδοσης της θεατρικής πράξης. Η καλή ακουστική, έπειτα, σε συνδυασμό με το φωτισμό, συνηγορούν σ’ ένα προσεγμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Ένα μειονέκτημα είναι η μεγάλη διάρκεια των κωμικών σκηνών, με αποτέλεσμα το έργο να κάνει «κοιλιά» και να είναι εν πολλοίς στατικό. Όσο κι αν το γέλιο και η σάτιρα είναι η πεμπτουσία της κωμωδία, αυτό πρέπει να γίνεται με φειδώ, ώστε να μη διαταράζεται η ροή των όποιων επερχόμενων ανατροπών. Η προαναφερθείσα αμφισημία έγκειται στο γεγονός ότι τα θέματα, που ψέγονται – κεντρομόλος δύναμη της ιστορίας – δε γίνονται ευθέως κατνοητά και σε κάποιο βαθμό ενδέχεται να προκαλούν μια μικρή σύγχυση.Έχουμε να κάνουμε με μοναδικές ηθοποιούς, που ξεχωρίζουν η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους. Αυτό μάλλον υπήρξε και το ρίσκο της συγκεκριμένης παράστασης. Είναι δύσκολο να συνδυαστούν τόσες «εκρηκτικές» και συνάμα επιβλητικές υποκριτικές φυσιογνωμίες, διότι ενδεχομένως ν’ αδυνατούν να δέσουν μεταξύ τους, γεγονός που αντανακλάται και στο κοινό. Παρόλ’ αυτά οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι η συνύπαρξη τόσων ηθοποιών σε μια παράσταση συμβαδίζει με τις κοινωνικές επιταγές, ανακουφίζοντας οικονομικά τους θεατρόφιλους, πράγμα σημαντικό σε περίοδο κρίσης.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ